- κατανδραφύσσω
- κατανδραφύσσω (Α)φονεύω, σφάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ανδρ-αφύσσω «σκοτώνω τους άνδρες» (< ανήρἀνδρ-ός + ἀφύσσω «σκοτώνω», πρβλ. ανδρο-φονώ), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.